- σακκώνυμος
- σακκώνυμος, ον,A named from a sack, Sch.Lyc.183.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σακκώνυμος — ον, Α αυτός τού οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πτερ ώνυμος] … Dictionary of Greek
σακκωνύμου — σακκώνυμος named from a sack masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek